- ὀλολύζει
- ὀλολύζωcry with a loud voicepres ind mp 2nd sgὀλολύζωcry with a loud voicepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολολυκτόλης — ὀλολυκτόλης, ὁ (Α) αυτός που συνηθίζει να θρηνεί, να ολολύζει, να ολοφύρεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλολύζω + κατάλ. όλης (πρβλ. μαιν όλης, σκωπτ όλης), χωρίς όμως αντίστοιχο τ. ενεστ. σε κτ ] … Dictionary of Greek